Ένα ρίγος την έπιασε. Μια θύμηση βγήκε στην επιφάνεια κι έπρεπε να την σκεπάσει ξανά. Να κλειδωθεί και να μείνει εκεί για πάντα. Ήταν ήδη κουρασμένη. Τα γεγονότα έτρεχαν από μόνα τους, δημιουργούσαν προβλήματα έτσι κι αλλιώς.
Τι να πρωτοπαλέψει;
Να μπορείς να κρατήσεις στα χέρια σου όλη τη Γη, να διαλέγεις μονάχα ένα γιασεμί κι αυτό ν’ αρνείται πεισματικά ν’ ανθίσει. Πόσο να το περιποιηθείς και πώς να το εγκαταλείψεις; Θυμήθηκε το φιλαράκι της. Τον ένα και μοναδικό άνθρωπο που εμπιστεύτηκε ποτέ.
Δε θα ξεχάσει τη στιγμή που γνωρίστηκαν. Αύγουστος του ’87. Ήταν στο Πήλιο στο χωριό της γιαγιά της και καθόταν στην αμμουδιά με την κολλητή της. Περίμεναν πως και πως να ξεκινήσει η ροκ συναυλία. Το γεγονός της χρονιάς. Ένα όνειρο ζωντάνευε για την Ράνια. Μ’ ένα μαύρο μακό μπλουζάκι κι ένα κομμένο τζιν σορτς έπιασαν από νωρίς θέση μπροστά μπροστά στην εξέδρα. Κάθισαν σταυροπόδι και παρατηρούσαν τους ξένους που κατέφθαναν. Ροκάδες από την πόλη. Όλοι φαίνονταν όμορφοι και ξεχωριστοί στα μάτια των κοριτσιών. Ούτε κατάλαβαν πως βρέθηκαν αναμεσά τους. Τα φώτα έσβησαν, οι ροκάδες στρωθήκαν καταγής και με μια μπουκάλα ουίσκι στα χέρια φώναζαν και χειροκροτούσαν όταν το συγκρότημα βγήκε στη σκηνή. Οι δύο φίλες μικρές κι αδύναμες παρουσίες ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα ανάμεσα στα φρικιά.
Τα σκισμένα σορτσάκια μάλλον αστεία φάνταζαν, παρά ροκάδικο δημιουργούσαν στυλ. Η ουσία όμως ήταν μία. Βρίσκονταν μπροστά στη σκηνή κι απολάμβαναν τ’ αγαπημένα τους τραγούδια.
Diamonds and rust τραγούδησε με την βραχνή φωνή ο Αντώνης κι εκείνη άρχισε να σιγοτραγουδάει παρέα με τον διπλανό της.
Ήταν μόλις 16 χρονών. Ο Κοκός 17 χρονών παλικαράκι με σγουρά μακριά μαλλιά και δυο μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Έλαμπε ολόκληρος, πιο πολύ κι από εκείνο το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Τραγούδησαν, χόρεψαν, τσίριξαν σαν να ήταν φίλοι από χρόνια.
Έφυγε την επόμενη της συναυλίας όμως η Ράνια κατάφερε να περάσει ολόκληρο εκείνο το βράδυ μαζί του, στην άμμο, πλάι στην αναμμένη φωτιά.
Είπαν τα πάντα, για τις ζωές, τις σκέψεις, τα όνειρα, τις οικογένειές τους, και γέλασαν και έκλαψαν και δέθηκαν σ’ ένα βράδυ. Θεά την έλεγε, όνειρο την αποκαλούσε και κάποιες φορές απάτη.
Χωρίστηκαν το άλλο πρωί όμως δεν χάθηκαν.
Όλους τους χειμώνες ήταν μαζί, ώρες και στιγμές. Η Ράνια έπινε το ένα φαρμάκι μετά το άλλο. Η μητέρα του την αγαπούσε πολύ. Καθηγήτρια φιλόλογος και Λυκειάρχης στο καλύτερο σχολείο της πόλης. Αυστηρών αρχών, τελειομανής και τυπικότατη.
-Φύγε γλυκιά μου μακριά από τον Κωστάκη, θα σου καταστρέψει τη ζωή. Τόσο σοβαρό κορίτσι, τι θέλεις μαζί του, ήταν συνεχώς η αντίδραση της.
Η Ράνια δεν έφυγε ποτέ. Τρία χρόνια ήταν σε όλα δίπλα του.
Έφυγε ο Κοκός. Ένα απόγευμα Φλεβάρη λίγες μέρες πριν μπει η άνοιξη. Κι ήταν μόνος στο πάρκο. Δεν φορούσε μπουφάν. Δεν φορούσε ούτε την κονκάρδα του. Τα μάτια του δεν έλαμπαν μονάχα τα μαλλιά του ανέμιζαν. Εκείνο το απόγευμα θυμάται πήγε στο γνωστό καφέ για να τον δει…δεν ήρθε ποτέ, μα ήρθαν τα μαντάτα. Σπάραξε, ξεριζωθήκαν τα σωθικά της, τον λάτρευε.
Προσπάθησε πολύ να τον ξεκόψει αγωνίστηκε μα δεν τα κατάφερε. Βούρκωσε που τον θυμήθηκε. Όμορφο παλικάρι σαν αρχαίος θεός.
- Α ρε Κοκό, μονολόγησε.
Ένιωσε όμορφα που τον σκέφτηκε. Σαν μία αύρα να τη χάιδεψε. Πάντα της έφερνε χαρά αυτό το παιδί.
- Α ρε φιλαράκι μου, ψιθύρισε ξανά. Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ ερωτική, μα ήξερε πως την αγαπούσε. Και πως να έχει ερωτική σχέση ο Κοκός. Ακροβάτης στο σκοινί της ζωής τον κέρδισε ο θάνατος. Αγωνίστηκε η Ράνια και νίκησε η ηρωίνη.
- Ρε Κοκό δεν είσαι εντάξει, ξέσπασε... έβγαλε ένα χαρτί και του σημείωσε δυο στίχους, φόρο τιμής στις στιγμές που της στάθηκε σαν φίλος.
Α.Τ.
* Διήγημα από τη σειρά :«ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»
** Η ιστορία είναι προιόν μυθοπλασίας και δεν αφορά υπαρκτά πρόσωπα. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι αποτέλεσμα σύμπτωσης.
Το διήγημα αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία της Αλίκης Τσιφτσοπούλου .Απαγορεύεται η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση του κειμένου ή τμήματος αυτού χωρίς την άδεια της δημιουργού.