Σήμερα έχω την χαρά να σας παρουσιάσω άλλη μία όμορφη συνεργασία. Πρόκειται για ένα συγκινητικό και χαριτωμένο παραμυθάκι που μας έστειλε μία αγαπημένη μας φίλη. Έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα να το απολαύσουμε με τα παιδάκια μας και να το συζητήσουμε. Ήρωας του είναι ένα μικρό σκυλάκι, όμως δεν θα πω άλλες λεπτομέρειες απολαύστε το. Ευχαριστώ από καρδιάς την κυρία Μάουρα Ρομπέσκου και θα χαρώ να έχω και νέο έργο της. Τα σκυλάκια είναι έργα παιδιών του Καλλιτεχνείου, της Βάσιας και του Αντρέα και αφορούν τα κατοικίδια τους.
ΜΑΟΥΡΑ ΡΟΜΠΕΣΚΟΥ
Ο ΠΕΠΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΟΤΣΙ ΤΟΥ
Ο Πέπε, ένα μικρό σκυλάκι, ήταν λυπημένος.
Όλοι οι φίλοι του έτρεχαν και κυνηγούσαν περαστικά αυτοκίνητα, σκανταλιάρικες γάτες, ο ένας τον άλλον κουνώντας χαρούμενα τις ουρές τους. Ο Πέπε όμως δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει.
Λίγο καιρός πριν ήταν κι εκείνος μέλος εκείνης της χαρούμενης ομάδας. Διασκέδαζε και αυτός με τους φίλους του, μέχρι την ημέρα που τον χτύπησε εκείνο το απρόσεκτο αυτοκίνητο.
Από τότε βρισκόταν καθηλωμένος σε μια γωνιά και θα είχε πεθάνει από την πείνα και την δίψα αν δεν ήταν εκείνος ο καλός παππούς να τον φροντίζει. Τον παππού τον ήξερε από μικρό κουτάβι όταν γεννήθηκε μαζί με τα άλλα έξι αδελφάκια του σε εκείνη την ίδια γωνιά. Τον είχε ξεχωρίσει ο παππούς, που έβρισκε απάγκιο εκεί, από τότε και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον είχε πάρει στην αγκαλιά του και είχε χαϊδέψει τρυφερά την απαλή γούνα του.
Ωραίες μέρες εκείνες. Έπαιζε, έτρεχε, γάβγιζε με τα αδέλφια του και κουνούσε χαρούμενα την μακριά ουρά του. Μέχρι εκείνη την ημέρα που βρέθηκε χτυπημένος στην άκρη του δρόμου με τα δύο πίσω ποδαράκια του τσακισμένα.
«Καημενούλη μου!» του είπε ο παππούς μόλις τον αντίκρυσε. «Πώς θα ζήσεις τώρα;»
Τον πήρε μαζί του και τον φρόντιζε. Του έφερνε αποφάγια για να τρώει και του κρατούσε το παλιό κεσεδάκι, που κάποτε μύριζε ευχάριστα γιαούρτι, για να πίνει νερό.
Μα ο Πέπε ήταν στεναχωρημένος.
Δεν του έφταναν μόνο αυτά. Η αγάπη του παππού δεν του ήταν αρκετή για να είναι ευτυχισμένος. Έβλεπε τους άλλους να τρέχουν μακριά και ήθελε να πάει μαζί τους. Στύλωνε τότε τα μπροστινά του πόδια και προσπαθούσε να σύρει πίσω του το τσακισμένο του κορμί. Λίγα μόνο μέτρα κατάφερνε να συρθεί και ύστερα τα παρατούσε αποκαμωμένος.
«Περιμένετε!» τους φώναζε. «Σταθείτε λίγο». Όμως εκείνοι έφευγαν και έμενε μόνος να τους ακούει από μακριά να διασκεδάζουν. Και τον έπαιρνε το παράπονο που δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Μα πιο πολύ τον στεναχωρούσε που δεν μπορούσε να κουνήσει την μακριά ουρά του.
Μέχρι που ένα πρωινό παρατήρησε περίεργη κίνηση στην γειτονιά που κράτησε για μια εβδομάδα. Έβλεπε παιδιά να πηγαινοέρχονται κουβαλώντας πράγματα. Κοντά στην γωνιά που έμενε, μαζεύονταν ένα σωρό παλιατζούρες. Σιδερικά, ροδάκια και άλλα διάφορα. Ο παππούς έσυρε τα κουρασμένα βήματα του μέχρι εκεί. Σε μια μισοσκισμένη σακούλα είχε μαζέψει παλιά εργαλεία. Κάθισε δίπλα στον σωρό και βάλθηκε να μαστορεύει, σφυρίζοντας ένα χαρούμενο σκοπό.
Τι τα θέλει όλα αυτά, αναρωτήθηκε ο Πέπε και στριμώχτηκε κοντά του. Με την μουσούδα του έσπρωξε το χέρι του γέρου, αναζητώντας ένα χάδι. Μα ο παππούς ήταν απασχολημένος. Αφού βίδωσε και ξεβίδωσε διάφορα σιδερικά, ώρες αργότερα, αναστέναξε ικανοποιημένος.
Έλα!» του είπε ο παππούς, με τα μάτια του να φωτίζονται από περηφάνια. «Ας το δοκιμάσουμε».
Ο Πέπε τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
Ο παππούς έφερε κάτι που έμοιαζε με μικρό καρότσι. Έβαλε το τσακισμένο πίσω μέρος του σώματος του Πέπε, πάνω σε εκείνο το καρότσι και το έδεσε στην πλάτη του.
«Άντε Πέπε μου! Προσπάθησε!» του είπε. «Κάνε μερικά βήματα».
Ο Πέπε, έκανε ένα διστακτικό βήμα με τα μπροστινά πόδια του. Ύστερα ένα άλλο και άλλο μέχρι που κατάλαβε. Μπορούσε πλέον να περπατά και ίσως να μπορούσε και να τρέξει. Τα ποδαράκια του κινήθηκαν όλο και πιο γρήγορα και οι ρόδες του καροτσιού κύλησαν απαλά στο δρόμο ακολουθώντας τον.
Ο Πέπε ήταν πλέον χαρούμενος.
Ίσως ποτέ δεν μπορούσε να κάνει όσα έκαναν οι φίλοι του όμως μπορούσε να τους ακολουθεί και να τρέχει μαζί τους. Και ήξερε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να κουνήσει ξανά την ουρά του, όμως αυτό δεν τον πείραζε πια.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΜΑΟΥΡΑ ΡΟΜΠΕΣΚΟΥ
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Από μικρή έφτιαχνα ιστορίες στο μυαλό μου. Το 2012 αποφάσισα να αρχίσω να τις καταγράφω. Γράφω οπουδήποτε, στην ξαπλώστρα στην παραλία, στην καφετέρια, στο σπίτι. Γράφω με θόρυβο ή και χωρίς. Μα πάνω από όλα γράφω με παρέα τα μικρά εγγόνια μου.
Έχω εκδώσει ένα παραμύθι και ένα μυθιστόρημα στην κατηγορία θρησκευτικού θρίλερ. Διηγήματά μου έχουν δημοσιευτεί από τo διαδικτυακό περιοδικό staxtes.
*Το παραμύθι αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία της συγγραφέως Μάουρα Ρομπέσκου και δημοσιεύτηκε στο σάιτ : toka.gr με την άδεια της .
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή αυτού με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά χωρίς την γραπτή άδεια του δημιουργού.