Τρεχάτε να σωθείτε Χριστιανοί, η Σμύρνη καίγεται.
Τρεχάτε Χριστιανοί, όλοι στο λιμάνι…
Γρηγορείτε πριν σαν πιάσει η κατάρα. Οι οργισμένοι καίνε την πόλη μας….Τρεχάτε να σωθείτε…
Καμπάνες ηχούσαν, παντού καπνοί, παντού φωτιές. Κλάματα κι οδυρμοί, ουρλιαχτά και φωνές σκέπασαν τη Σμύρνη. Αίμα και θάνατος. Ο πατριάρχης ήταν νεκρός. Σφαγμένος από τούρκικο μαχαίρι.
Σαν να ορφάνεψαν σε μια στιγμή, τρέχανε για το λιμάνι.
Σάστισε η Σμυνιώ, κακό που ‘παθε και τι να πρωτοκάνει. Μονάχη της με τέσσερα παιδιά, ποιον να πρωτοσώσει. Ο άντρας της ήταν στο μέτωπο. Δεν το περίμεναν αυτό το κακό. Δεν το είχαν ποτέ τους φανταστεί.
Τρεχάτε Χριστιανοί, φώναζε ο κυρ Ανέστης και χτυπούσε πόρτες να βεβαιωθεί πως φύγαν όλοι.
Ανασκουμπώθηκε η Σμυνιώ, έριξε το μισοκάρβελο στο ντορβά, και ένα σεντόνι. Πως να το κρατήσει ζεστό το μωρό, ασαράντιστο ήταν .
Πήρε το σταυρό και τον φόρεσε στο Πετρή. Τον βαφτιστικό του.
Κακό που ‘παθε, χτυπιότανε. Τι ‘ναι αυτό που τη βρήκε! γυναίκα κουμανταδόρισσα, καματερή, πολλοπαιδούσα πως κατάντησε να ‘ναι τόσο ανήμπορη και τι να κάνει με τέσσερα παιδιά, όλο μονολογούσε.
Γύρισε και κοίταξε το σπιτικό της. Αρχόντισσα ήταν, κυρά με τα όλα της. Κρέμασε το μενταγιόν της μάνας της στο λαιμό, εκείνο με την φωτογραφία.
Τρεχάτε Χριστιανοί, η Σμύρνη καίγεται. Μύριζε ο καπνός, σίμωνε η φωτιά.
Πήγε στο εικόνισμα κι έκανε το σταυρό της.
Συχωρνάτε είπε. Συχωρνάτε με όλοι. Κατέβασε μονάχα το μικρό εικονάκι του Άι Νικόλα και το έριξε στο ντορβά. Σταυροκοπήθηκε.
Υστέρα κοίταξε Εκείνη.
Μάνα τους εγώ, μάνα τους κ εσύ της είπε. Δυο θα φυλάς εσύ και δυο του λόγου μου. Γονάτισε κι έκανε δυό μετάνοιες..
Κατέβασε την ξύλινη εικόνα της ,το Άξιον εστί που είχε κληρονομιά από τον πατέρα και την έδωσε στο Πετρή. Ήταν δεν ήταν 7 χρονών.
Δεν θα την αφήσεις απ’ τον κόρφο σου πρόσταξε με ύφος αυστηρό. Θα την βαστάς σφιχτά. Με το δεξί το χέρι, ακούς, με τ’ αριστερό θα κρατάς το κορίτσι. Το νου σου στο Λενιώ καημένε. Είσαι ο άντρας του σπιτιού.
Ο Πετρής άρπαξε την εικόνα και την έχωσε στον κόρφο του. Με τ’ αριστερό κρατούσε το Λενιώ.
Εκείνη κρέμασε τον ντορβά, άρπαξε το μωρό στη αγκαλιά και στ’ άλλο χέρι την Φωτεινούλα.
-Τρέχατε Χριστιανοί η Σμύρνη καίγεται, φώναξε ο κυρ Ανέστης και ο καπνός έπνιγε την πόλη.
- Το νου στα παιδιά ψιθύρισε η Σμυνιώ. Δυο εσύ δυο εγώ και χύθηκε στο δρόμο. Έτρεχε να βγει στο λιμάνι, μπροστά αυτή και πίσω ο Πετρής. Άντε Πετρή ακολούθα φώναζε και το πρόσωπο της ήταν …έβηχε ο Πετρής κι έτρεχε…όσο μπορούσε. Ήταν μονάχα πέντε η Λενιώ κι όλο την τραβούσε.
Περνούσαν πάνω από πτώματα, πέφταν σε λίμνες από αίμα.
Έκλαιγε η Λενιώ, σφίγγονταν ο Πετρής
Η Σμύρνη καίγεται. .Φωνές, αλαλαγμοί … και αίμα, πολύ αίμα.
-Η Σμύρνη καίγεται.. κι ό Ανέστης πέφτει νεκρός από το μαχαίρι του Τσέτη.
Μόλις χώθηκε στη βάρκα ακούμπησε τη Φωτεινούλα να τραβήξει τον Πετρή. Η βάρκα έφυγε.
- Τα παιδιά, σπάραξε, η Σμυνιώ, σταμάτα έχω δυο παιδιά.
-Δεν χωράει ούτε κουνούπι είπε ο βαρκάρης και συνέχισε και μήπως φώναζε μονάχα αυτή. Σκίστηκε η ψυχή της. Έγινε κίτρινη σαν το κερί. Μαμά άκουγε να τρυπάει τ’ αυτιά της η φωνή της Λενιώς. Κι ο Πετρής στεκόταν εκεί αμίλητος σαν άντρας. Κι βάρκα ξεμάκραινε…
Θόλωσε το μάτι της, λύγισε, έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά.
Μάνα τους είσαι κι εσύ ψιθύρισε. Το νου σου στα παιδιά και σταυροκοπήθηκε.
Η κυρά Καλλιόπη συντρέχτρα και ψυχοπονιάρα, τράβηξε τον Πετρή κοντά της και τον έβαλε στο επόμενο καΐκι μαζί με το Λενιώ. Κουρνιασμένα τα δυο παιδιά περάσαν το Αιγαίο.
Κι έσφιξε τον κόρφο του ο Πετρής να μην χαθεί η Παναγιά.
Σαν έφτασαν απέναντι και πήγαν στον καταυλισμό όργωσε τον τόπο. Άφαντα. Δεν τα βρήκε πουθενά. Κανείς Χριστιανός δεν τα είδε…
Σκοτωμένη από καιρό, ξεροστάλιαζε στο λιμάνι κι όλο αγνάντευε απέναντι. Θαρρούσε πως μύριζε τον καπνό της Σμύρνης. Η Σμύρνη κάηκε μονολόγησε. Το νου σου στα παιδιά προσεύχονταν πρωί και βράδυ. Πέρασαν κοντά δυο μήνες.
Μπήκαν στο πλοίο κι έφτασαν στον Πειραιά. Δυο βδομάδες γυρνούσε τον καταυλισμό χωρίς αποτέλεσμα. Με τον ντορβά στον ώμο έφυγε με το επόμενο ……για το Βόλο. Έμαθε πως ήταν καλύτερα εκεί. Έτσι κι αλλιώς δεν τη χωρούσε ο τόπος. Αποσταμένη όπως ήταν τάισε το μωρό, έβαλε μια κουτάλα σούπα στην Φωτεινούλα και της έδωσε να βαστάει το βρέφος.
-α Έρχομαι αμέσως της είπε ,δεν θα κουνηθείς από δω της. Δεν έκανε βήμα η Φωτεινούλα .Η Σμηνιώ όργωσε όμως όλο τον καταυλισμό.
Άκρη, άκρη σ ένα ξέφωτο καθόταν ο Πετρής, με τ’ αριστερό κρατούσε την Λενιώ και στον κόρφο του φυλούσε την εικόνα. Το Άξιον εστί.
Που τη βρήκε τη δύναμη ποτέ δεν κατάλαβε. Τρεις μέρες νηστική μα η φωνή της ακούστηκε είπαν ως το λιμάνι…Πετρή μου…
Ο Πετρής έτρεξε κοντά της .Πως να την αγκαλιάσει ; Στον κόρφο του κρατούσε το Αξιον εστί και στ’ αριστερό την Λενιώ. Γονάτισε εκείνη.
Μεγάλη η χάρη σου Παρθένα μου. Τα φύλαξες και τα ‘φερες στο δρόμο μου. Μετά από πείνα κόπους και θυσίες ,τους κλήρωσαν ένα σπιτάκι. Μπροστά μπροστά κρέμασαν την Παναγιά, το Άξιον εστί και με τα πρώτα της λεφτά αγόρασε και κρέμασε μία καντήλα. Έμειναν και ρίζωσαν εκεί στη Νέα Ιωνία. Σαν έγινε έρανος, πρώτος απ’ όλους στο πανέρι έτρεξε ο Πετρής κι άφησε το σταυρό του ,εκείνον ,τον βαφτιστικό .Δεύτερη η Σμηνιώ το μενταγιόν της μάνας της. Τα χάρισαν να χτίσουν εκκλησιά τη Βαγγελίστρα. Κι από δίπλα της δεν έφυγαν ποτέ
Οι μαρτυρίες για όσα συνέβησαν στην πόλη πριν την πλήρη εκκένωση της είναι ανατριχιαστικές. Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάσθηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμένικης συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ