Η Μάουρα Ρομπέσκου μας έστειλε άλλο ένα παραμυθάκι της. Το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Είναι τρυφερό και με συγκίνησε. Σε κάνει να δεις τα πράγματα από μία άλλη σκοπιά και να δώσεις μία δεύτερη ευκαιρία. Αξίζει πραγματικά να το διαβάσετε στα παιδιά. Μάουρα σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς.
ΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΑΥΓΑ
Ο Μπιρμπιλομάτης, η Φουντωτή και ο Ομορφονούρης, ήταν έτοιμοι. Τα καλάθια τους ήταν γεμάτα με όμορφα χρωματισμένα αυγά, που έπρεπε να κρύψουν στην αυλή. Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή του Πάσχα και εδώ θα στηνόταν μεγάλο γλέντι. Μέρος της γιορτής ήταν το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, ή για την συγκεκριμένη μέρα, το παιχνίδι του κρυμμένου αυγού.
Α! Πώς άρεσε στα παιδιά αυτό το παιχνίδι. Έτρεχαν με χαρούμενες φωνές στην αυλή, ψάχνοντας κάτω από θάμνους, πίσω από φράκτες, πάνω στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων, γύρω από τις βραγιές με τα λουλούδια. Στο τέλος πήγαιναν όλα στον κριτή, που τον έκανε πάντα κάποιος μεγάλος, ένας θείος, ένας παππούς και του έδειχναν τα καλάθια τους. Όποιο από τα παιδιά είχε βρει τα περισσότερα αυγά, ήταν ο νικητής. Τι κέρδιζε; Κανείς δεν θυμόταν. Ένα τσουρέκι πλασμένο από τα χέρια της γιαγιάς, ένα σοκολατένιο αυγό, δεν είχε σημασία.
Η ουσία ήταν στο παιχνίδι.
«Ελάτε! Ήρθε η ώρα». Είπε ο Ομορφονούρης και κούνησε την φημισμένη ουρά του. Ο ήλιος είχε δύσει και τα παιδιά είχαν μαζευτεί στο σπίτι να κοιμηθούν λιγάκι, πριν τα ξυπνήσουν οι γονείς τους για να πάνε στην εκκλησιά, τα μεσάνυχτα, για την Ανάσταση.
Ο Μπιρμπιλομάτης κοίταξε δυο και τρεις φορές τον κήπο για να σιγουρευτεί πως όλοι είχαν φύγει και δεν θα τους έβλεπε κανείς. Και η Φουντωτή, τίναξε προσεκτικά το όμορφο λευκό τρίχωμά της. Ύστερα βγήκαν πίσω από τον θάμνο που τους έκρυβε από τα μάτια των ανθρώπων, προχώρησαν διαλέγοντας ο καθένας μια διαφορετική πλευρά και άρχισαν να κρύβουν τα αυγά με τέχνη. Ήταν τα πασχαλινά λαγουδάκια και αυτή ήταν η μέρα που περίμεναν όλο τον χρόνο.
Ο Στραβοαυτιάς, κρυμμένος πίσω από το φράχτη, παρακολουθούσε θυμωμένος. Ήθελε να είναι κι εκείνος ένας από τα λαγουδάκια που θα έκρυβαν τα αυγά. Όμως ήταν σίγουρος πως η κλήρωση των λαγών που θα είχαν την τιμή να γίνουν πασχαλινοί δεν ήταν δίκαιη.
Ο Ομορφονούρης πήγαινε για τέταρτη φορά και ο Μπιρμπιλομάτης ήταν σίγουρος πως είχε πάρει την θέση γιατί η θεία του ήταν στο συμβούλιο. Σίγουρα Θα μπορούσε να έχει την θέση του καθενός από εκείνους. Όσο για την Φουντωτή. Δεν τον πείραζε. Θα ήθελε να είναι μαζί της και να κρύβουν τα αυγά.
Θυμόταν ακόμη εκείνη την χρονιά που είχε επιλεγεί. Ήταν μαγικά έτσι όπως έτρεχαν μουλωχτά για να μην τους πάρουν είδηση οι άνθρωποι και έψαχναν για κρυψώνες. Ύστερα τον κατηγόρησαν πως ήταν άτσαλος και είχε χαλάσει την γιορτή. Τι σημασία είχαν μερικά σπασμένα αυγά; Έλεγαν πως την άλλη μέρα, αντί για τις χαρούμενες φωνές των παιδιών, άκουγαν τα κλάματά τους.
Υπερβολές. Αυτό είχε να πει εκείνος. Υπερβολές. Και εκείνα τα κακομαθημένα, δεν τους έφταναν τα άλλα αυγά τα άσπαστα; Όοοχι! Έπρεπε να κάνουν τόση φασαρία. Από εκείνη την φορά, ήταν σίγουρος πως όποτε πετούσε μέσα το κλαράκι με το όνομά του σκαλισμένο, κάποιος πήγαινε και το έβγαζε.
Θα τους έδειχνε όμως εκείνος. Και στους υπόλοιπους λαγούς αλλά και στα παιδιά.
Περίμενε υπομονετικά μέχρι που οι τρεις λαγοί τελείωσαν την δουλειά τους και έφυγαν. Ύστερα βγήκε από την κρυψώνα του και ξαμολήθηκε στην αυλή. Είχε παρατηρήσει που είχε κρύψει, ο κάθε ένας, τα αυγά και σέρνοντας ένα μεγάλο καλάθι πήγαινε από την μια κρυψώνα στην άλλη και τα μάζευε. Τα μεγάλα του αυτιά έπεφταν όλη την ώρα στα μάτια του. Σκόνταψε αρκετές φορές και άλλες τόσες έπεσε φαρδύς πλατύς κάτω. Όμως τελικά κατάφερε και μάζεψε όλα τα αυγά και τα έσυρε στην μυστική του κρυψώνα.
Τώρα δεν είχε παρά να περιμένει.
Η επόμενη μέρα ήταν μέρα θρήνου και όχι γιορτής. Τα παιδιά έκλαιγαν καθώς δεν έβρισκαν τα κρυμμένα αυγά. Τα πασχαλινά λαγουδάκια είχαν ασπρίσει από το σοκ, αν μπορεί να ασπρίσει περισσότερο ένα άσπρο λαγουδάκι. Και ο Στραβοαυτιάς, επέβλεπε ικανοποιημένος τον πανικό που είχε δημιουργήσει.
«Τι έχεις κάνει;» Του ψιθύρισε η Φουντωτή. «Το ξέρω πως έχεις βάλει το ποδαράκι σου σε αυτό το χάλι. Πες μου αμέσως!»
Ο Στραβοαυτιάς, κατάπιε την γλώσσα του. Έχανε τα λόγια του, όταν βρισκόταν κοντά του η Φουντωτή.
«Ε… να… ξέρεις… εγώ…»
«Μίλα, αλλιώς…»
«Εεε… να. Πήρατααυγάκαιταεκρυψα». Είπε με μια ανάσα.
«Και γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;» Απόρησε η Φουντωτή.
«Κανείς δεν με διάλεγε για πασχαλινό λαγό, έτσι κι εγώ αποφάσισα να …»
«Αποφάσισες να εκδικηθείς; Και τα παιδιά, τι σου έφταιγαν;»
«Αν δεν έκλαιγαν εκείνη την φορά, θα με επέλεγαν ξανά».
«Μα πως να σε επιλέξουν. Είχες σπάσει όλα τα αυγά που είχες αναλάβει να κρύψεις. Γιατί το είχες κάνει αλήθεια;»
«Δεν το ήθελα. Νομίζεις πως το έκανα επίτηδες; Αυτά τα αυτιά μου φταίνε. Συνεχώς πέφτουν μέσα στα μάτια μου και πέφτω κάτω». Της ομολόγησε ντροπιασμένος.
«Αυτό είναι όλο; Και γιατί δεν το έχεις πει σε κανέναν; Λοιπόν τί έκανες τα αυγά;»
«Τα έκρυψα. Και δεν τα έχω σπάσει καθόλου».
Η Φουντωτή έβγαλε από τον λαιμό τον όμορφο κόκκινο φιόγκο που είχε φορέσει για την μέρα και έδεσε τα μακριά αυτιά του. Πήραν μαζί το μεγάλο καλάθι και έκρυψαν όπως όπως τα αυγά, έτσι ώστε να τα δουν εύκολα τα παιδιά. Δεν μπορούσαν να κάνουν και κάτι καλύτερο αφού κινδύνευαν να αποκαλυφτούν. Ο Στραβοαυτιάς δεν σκόνταψε ούτε μια φορά. Ούτε ένα αυγό δεν έσπασε.
«Να ένα». Φώναξε κάποιο παιδί.
«Να και άλλο».
«Βρήκα κι εγώ ένα». Και τα γέλια και οι χαρούμενες φωνές ξεκίνησαν.
«Δεν θα έπρεπε να το κάνεις αυτό». του είπε απαλά η Φουντωτή. «Δεν είχες παρά να πεις σε κάποιον το πρόβλημά σου και κάποια λύση θα βρισκόταν».
Εκείνος έσκυψε μετανοιωμένος το κεφάλι, μα τα αυτιά του, έτσι δεμένα που ήταν, δεν έπεσαν στα μάτια του.
Την επόμενη χρονιά ο Στραβοαυτιάς ήταν το ένα από τα τρία πασχαλινά λαγουδάκια. Η Φουντωτή δεν ήταν μαζί του. Είχε να προσέξει τα δεκαοκτώ μικρά κουνελάκια τους, που περίμεναν ανυπόμονα τον μπαμπά τους για να τους πει τα κατορθώματά του.
*Το παρόν έργο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία της συγγραφέως ΜΑΟΥΡΑ ΡΟΜΠΕΣΚΟΥ και δημοσιεύτηκε στο site: toka.gr με την άδεια της .
ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή αυτού με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά χωρίς την γραπτή άδεια του δημιουργού.