blog-manolis.jpg

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 9 - Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα

Όπως κάθε Σαββατοκύριακο ο Μανώλης επισκέφτηκε τη θεία του στο εργαστήρι της. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο μικρός μας φίλος απολάμβανε ένα cup cake στο πλατύσκαλο. Περίμενε πως και πως να τελειώσει η θεία του τη δουλειά και να πάνε βόλτα στο πάρκο. Χαιρόταν πολύ να ταΐζει τα μικρά παπάκια με ψωμί.

-Μανώλη για έλα εδώ που σε θέλω.

-Τι είναι θεία μου, ρώτησε ο Μανώλης και μπουκώθηκε με την τελευταία μπουκιά του γλυκού.

-Έχω να σου δείξω κάτι πολύ σημαντικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Πάρε αυτές τις κάρτες και κοίταξε τες προσεκτικά.

-Βλέπω μια γυναίκα και είναι πολύ όμορφη. Είναι όμως κάπως παλιά η φωτογραφία.

-Μανώλη άκουσέ με. Πριν πολλά χρόνια, το 1821…

-Τότε που ξεκίνησε η επανάσταση θεία;

-Ναι τότε. Το 1821 λοιπόν στις Σπέτσες γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Ήταν η Ελένη, η κόρη του Αρβανίτη Θαλασσοπόρου Γιάννη Μπούκουρα που είχε καταγωγή από την Γορτυνία. Ο καπετάνιος αγαπούσε το κοριτσάκι του και καμάρωνε για εκείνο . Ήταν πολυταξιδεμένος κι έτσι η μικρή έμαθε τα πρώτα της γράμματα στο Ναύπλιο. Όταν  αργότερα  η επανάσταση τελείωσε η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα και η  Ελένη άρχισε να φοιτά στην Σχολή Χιλ. Εκεί σπούδασε αρχαία ελληνικά κι έμαθε να μιλά άριστα Αγγλικά και  Ιταλικά. Πέρα όμως από τις γνώσεις η Ελένη είχε ένα μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική. Από τότε που ήταν παιδάκι έκλεβε τα αποκέρια και ζωγράφιζε τις φίλες της που συνήθιζαν να ποζάρουν για εκείνη. Όσο μεγάλωνε τόσο ξεχώριζε το ταλέντο της.

Ο πατέρας της  ήταν ο πρώτος που το πρόσεξε και καμάρωνε γι’ αυτό. Οι κοινωνίες τότε ήταν συντηρητικές και ήθελαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι να ασχολείται με τις δουλειές και το μαγείρεμα. Ο καραβοκύρης όμως αντί να την περιορίσει και να την κλείσει στο σπίτι  της έφερε  τον Ιταλό  καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών Ραφαέλο Τσέκκολι να της παραδίδει μαθήματα εικαστικών κατ’ οίκον. Άλλωστε κι καπετάνιος ήταν άνθρωπος της  τέχνης. Ήταν εκείνος  που ίδρυσε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα στη γνωστή μας ως σήμερα πλατεία Θεάτρου κάτω από την Βαρβάκειο αγορά.

Το ταλέντο της Ελένης όμως ήταν μεγάλο και δυστυχώς στην Ελλάδα δε μπορούσε να αναγνωριστεί. Ο καθηγητής της δεν μπορούσε πια να τη βοηθήσει αφού η μαθήτρια του τον είχε ξεπεράσει.

Ο πατέρας της ήταν πάλι πρόθυμος να την υποστηρίξει και σκέφτηκε να τη στείλει στην Ιταλία να σπουδάσει σε μια σχολή καλών τεχνών. Το εμπόδιο όμως ήταν μπροστά. Οι Σχολές καλών τεχνών ήταν άβατες για το γυναικείο φύλο και ό λόγος ήταν ένας: το γυμνό μοντέλο. Μόνο που ο λόγος αυτός δεν ήταν αρκετός να σταματήσει την Ελένη.

Σαν μια νέα Καλλιπάτειρα μεταμφιέστηκε σε άντρα. Άλλαξε το ύφος της, άλλαξε και το όνομά της. Τώρα πια σαν Χρυσίνης Μπούκουρας, μ’ ένα μαύρο κουστούμι και με την συστατική επιστολή του καθηγητή της Ραφαέλο Τσέκολι σαλπάρει για την Ιταλία. Ο στόχος της ήταν να σπουδάσει το γυμνό και να πάρει στα χέρια της ένα πτυχίο. Μια δύσκολη περίοδος ξεκινάει για την Ελένη. Μόνη σε μια ξένη χώρα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς όνομα ακολουθούσε το όραμά της. Για 4 ολόκληρα χρόνια κυκλοφορούσε σαν άντρας.

Κατάφερε και έσπασε το άβατο. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στη συνέχεια στην Φλωρεντία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Εκεί γνώρισε τον σύζυγο της, τον Ιταλό ζωγράφο Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Έκανε μαζί του 3 παιδιά, τον Ιωάννη τη Σοφία και τον Αλέξανδρο και υποχρεώθηκε να γίνει καθολική για να τον παντρευτεί.

Η Ελένη έμεινε στην Ιταλία για οχτώ χρόνια. Μια μέρα ο σύζυγός της την εγκατέλειψε. Έφυγε με την φίλη της και πήρε μαζί το τελευταίο της παιδί τον Αλέξανδρο. Πληγώθηκε πολύ. Μάζεψε τα πράγματά της και γύρισε στην Ελλάδα μαζί με τη Σοφία και τον Ιωάννη. Τώρα πιά η Ελένη ήταν μία αναγνωρισμένη ζωγράφος και ένα σημαντικό επιφανές πρόσωπο. Έμεινε στην Αθήνα και παρέδιδε μαθήματα σε κοπέλες και κορίτσια. Ένα από αυτά τα κορίτσια ήταν η βασίλισσα  Όλγα.

Η Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα εκλέγεται, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των «Ολυμπίων» και μέλος της εξεταστικής επιτροπής τού Καλλιτεχνικού τμήματος τού Πολυτεχνείου μαζί με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη και Ερνέστο Τσίλλερ. Με τη βοήθεια από το παλάτι διορίζεται στο Αρσάκειο. Αναλαμβάνει το μάθημα της ζωγραφικής και αποφασίζει να προβεί σε αλλαγές. Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος είναι πλέον γεγονός. Μια δυναμική προσωπικότητα κι ένα σπουδαίο ταλέντο σπάει τον ανδρικό κλοιό και κερδίζει τη θέση που της αξίζει.

Ο γιος της Ιωάννης κληρονομεί από την μαμά του το ταλέντο και φεύγει για την Ολλανδία για να σπουδάσει ζωγραφική.

Εδώ τελειώνει και η ένδοξη περίοδος της Ελένης. Το  δεύτερο χτύπημα έρχεται και είναι βαρύ. Η κόρη της θα αρρωστήσει από φυματίωση. Ο γιατρός της συστήνει να μετακομίσει στο νησί για τον καθαρό του αέρα και η Ελένη θα υπακούσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Επιστρέφει στις Σπέτσες και συνεχίζει να ζωγραφίζει .Όμως η κόρη της χάνει τη μάχη στα 18 της χρόνια. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που η Ελένη βρίσκεται σε παράκρουση. Παρ’ όλα αυτά βρίσκει τη δύναμη και ξαναστέκεται στα πόδια της. Επιστρέφει στην Αθήνα και ασχολείται ξανά με την τέχνη της. Τη θλίψη διαδέχτηκε η χαρά αφού ο μικρός της γιος Αλέξανδρος έρχεται να την συναντήσει και επιτέλους να την γνωρίσει. Την ίδια περίοδο επιστρέφει και ο άλλος της γιος ο Ιωάννης. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Ολλανδίας και καταξιωμένος ζωγράφος. Ίσως ο καλύτερος θαλασσογράφος μέχρι και σήμερα.

Οι χαρούμενες ημέρες της Ελένης δεν κράτησαν πολύ. Σύντομα ήρθε το τρίτο και χειρότερο χτύπημα. Ο γιος της Ιωάννης ασθένησε από φυματίωση και επίσης έχασε τη μάχη με τη ζωή.

Δεν άντεχε άλλο η Ελένη. Έφυγε. Γύρισε στο νησί της. Κλείστηκε στο σπίτι της και δεν ήθελε να δει κανέναν. Μονάχα πονούσε πολύ. Τόσο πολύ που μάζεψε τα έργα της και τα έκαψε στην αυλή του σπιτιού. Κάποιοι την έλεγαν ακόμη και τρελή. Δεν κατάλαβαν ποτέ τον πόνο που κουβαλούσε. Δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της. Δε ζωγράφισε ξανά. Έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Δεν ήθελε ποτέ να δει κανέναν. Κάποια μέρα μετά από πολύ  κόπο κατάφερε και την επισκέφτηκε μια γυναίκα. Ήταν η  Καλλιρόη Παρρέν, η διευθύντρια της εφημερίδας των Κυριών. Ήθελε να της πάρει μία συνέντευξη. Η Παρρέν αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των γυναικών και έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει με την Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα. Τη γυναίκα που πριν 50 χρόνια έσπασε το άβατο των αντρών και σπούδασε ζωγραφική. Η Παρρέν ετοίμαζε την ερχόμενη άνοιξη την πρώτη έκθεση Ελληνίδων ζωγράφων και ζητούσε επίμονα τη συμμετοχή της Ελένης. Η Ελένη την κοίταξε με απελπισία και της εξήγησε πως δεν είχε πια έργα εκτός από ένα που απεικόνιζε τη Σοφία. Είχε κάψει όλα της τα δημιουργήματα.

Η Ελένη πέθανε άγνωστη στις Σπέτσες. Όσα γνωρίζουμε είναι πληροφορίες από την διευθύντρια της Εφημερίδας Καλλιρόη Παρρέν και την Αθηνά Ταρσούλη οι οποίες ευτυχώς διέσωσαν πολλές πληροφορίες. Το έργο της Ελένης παραμένει άγνωστο. Βρέθηκε μόνο ένας πίνακας «η απελπισία» με την υπογραφή Χρυσίνης Μπούκουρας. Ήταν ένα δώρο που είχε στείλει στον πατέρα της όταν φοιτούσε.

Η Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πολέμησε ενάντια στο ανδρικό κατεστημένο. Αγάπησε την τέχνη της κι αγωνίστηκε γι’ αυτή και τα κατάφερε. Πόνεσε πολύ και δε χάρηκε το κατόρθωμά της, όμως άνοιξε το δρόμο για πολλές άλλες γυναίκες.

-Θεία μου πόσο ωραία ήταν αυτή η ιστορία. Δεν την είχα ξανακούσει ποτέ.

-Η ζωή της έγινε βιβλίο με τίτλο «Ελένη ή ο κανένας» τής Ρέας Γαλανάκη (εκδόσεις Άγρα, 1998)  αλλά και θεατρικό: «Ελένη Αλταμούρα» τού Κώστα Ασημακόπουλου (εκδόσεις Δωδώνη, 2005). Άντε τώρα πάμε να δούμε τα παπιά στο πάρκο.

Ο Μανώλης πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε κρατώντας σφιχτά το χέρι της θείας του. Κάθε φορά που έρχεται εδώ ακούει τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 8 - Η Ελληνική Επανάσταση μέσα από την τέχνη - Μέρος πρώτο

Η 25η Μαρτίου πλησιάζει και η δασκάλα του Μανώλη αφιερώνει το σημερινό μάθημα για να μιλήσει στα παιδιά για το σημαντικό αυτό γεγονός. Πώς όμως θα τραβήξει την προσοχή τους; Φυσικά με εικόνες.

- Καλημέρα παιδιά! Όπως γνωρίζετε την άλλη εβδομάδα ο μήνας θα έχει 25. Μπορεί κάποιος να μου πει γιατί είναι σημαντική αυτή η ημερομηνία;

- Είναι η εθνική επέτειος κυρία, πετάγεται ο Μανώλης. Γιορτάζουμε συμβατικά εκείνη την ημέρα την Επανάσταση του 1821. 

- Πολύ σωστά Μανώλη. Μήπως ξέρετε κάποιους ζωγράφους που έχουν εμπνευστεί από την Ελληνική Επανάσταση κι έχουν ζωγραφίσει γνωστούς πίνακες;

- Ο Βρυζάκης κυρία, απαντάει η Μαργαρίτα. 

- Μπράβο Μαργαρίτα. Ο Θεόδωρος Βρυζάκης λοιπόν είναι ένας σημαντικός Έλληνας ζωγράφος που έζησε στην εποχή του Αγώνα. Γεννήθηκε το 1814 ή το 1819 στη Θήβα. Ο πατέρας του απαγχονίστηκε από τους Τούρκους κι έτσι βρέθηκε με τον αδερφό του στην Αίγινα σ’ ένα ορφανοτροφείο. Το 1844 πήγε στο Μόναχο, όπου σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα περισσότερα έργα του έχουν ως θέμα τον Αγώνα του ’21. Κοιτάξτε αυτό εδώ! Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά του.

Στο κέντρο στέκεται μία γυναικεία μορφή, η οποία φέρει δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι της και πατάει πάνω σε σπασμένες αλυσίδες. Η γυναίκα αυτή είναι η Ελλάδα, η οποία κατάφερε να σπάσει τα δεσμά του ζυγού της. Γύρω της βλέπουμε τους αγωνιστές που υποκλίνονται σε αυτήν και της προσφέρουν την περιουσία τους. Όπως είναι γνωστό οι ήρωες εκτός από τις μάχες που έδωσαν χάρισαν και όλη την περιουσία τους για τις ανάγκες της Επανάστασης κι έζησαν αργότερα μέσα στη φτώχια. Από τους πολεμιστές του πίνακα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Μιαούλη, τον Κανάρη, τον Ανδρούτσο και τη Μπουμπουλίνα.  Διακριτοί είναι επίσης ο Ρήγας Φεραίος και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.

Μανώλη μπορείς να ξεχωρίσεις τον Κολοκοτρώνη; 

-Ναι κυρία. Βρίσκεται μπροστά, έχει άσπρα μαλλιά και τα χέρια του είναι διπλωμένα στο στήθος.

- Μπορείς να μας πεις δύο λόγια γι΄ αυτόν;

- Έχει μείνει γνωστός στην ιστορία ως ο Γέρος του Μοριά. Καταγόταν από ένα χωρίο της Μεσσηνίας και ήταν αρχηγός σε πολλές μάχες όπως στα Δερβενάκια και στο Βαλτέτσι. Επίσης συμμετείχε και στην άλωση της Τριπολιτσάς. 

– Πολύ καλά. Δείτε κι έναν ακόμη πίνακα. Είναι η Έξοδος του Μεσολογγίου.

Το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε αρκετές φορές και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από τους Τούρκους. Στο κάτω μέρος εκτυλίσσεται η σημαντική αυτή στιγμή της Εξόδου. Οι αγωνιστές βγαίνουν με ορμή πρώτοι από μια ξύλινη πύλη κι ακολουθούν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Στην πάνω ζώνη ο χριστός καθισμένος στον θρόνο του ευλογεί τους  αγωνιστές κι οι άγγελοι εκατέρωθεν κρατούν στεφάνια κι ετοιμάζονται να τους στεφανώσουν. 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 8 - ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

 Η Καθαρά Δευτέρα πλησιάζει!   Ο Μανώλης είναι ενθουσιασμένος που θα πάει στην εξοχή με την οικογένειά του και θα πετάξουν τον χαρταετό.

Μέχρι όμως να έρθει η Δευτέρα και να γίνει αυτό αποφασίζει να φτιάξει μια ζωγραφιά εμπνευσμένη από τους πίνακες που τους έδειξε η δασκάλα στο σχολείο.

Και κάπως έτσι αρχίζει κι ο μονόλογος του Μανώλη:

Διάσημοι ζωγράφοι έχουν εμπνευστεί από την ξεχωριστή αυτή μέρα κι έχουν ζωγραφίσει πίνακες. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ! Το μόνο που χρειάζεται σίγουρα το έργο μου είναι ένας χαρταετός, ίσως και περισσότεροι. Και τα 3 έργα έχουν από έναν καθώς και ένα άτομο να τον κρατάει. Εγώ μάλλον θα βάλω τον παππού μου για να του χαρίσω και τη ζωγραφιά. Θα κρατήσω και τη γραμμή του Φασιανού, ταιριάζει περισσότερο στο ύφος μου. Αυτό το ωραίο περίγραμμα με συναρπάζει. Και τα χρώματα φυσικά είναι τόσο φωτεινά. Έχει βέβαια κι ένα άλλο έργο με χαρταετό με έναν μπλε κύριο, ίσως να κάνω κι εγώ τον παππού πράσινο που είναι και το αγαπημένο του χρώμα. Σίγουρα θα ενθουσιαστεί. Τον Ηλία δεν πρέπει να ξεχάσω που είναι η παρέα του, μάλλον θα τον κάνω κίτρινο.

Οι άλλοι δύο καλλιτέχνες έχουν πιο αυστηρό ύφος, με πολλές φωτοσκιάσεις. Οπότε ας αφήσω αυτό το στυλ για μια άλλη περίσταση.

Ο Φασιανός μας είπε η δασκάλα ότι είναι ένας ζωγράφος που σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα αρχικά κι αργότερα στο Παρίσι. Έχει χαρακτηριστικό ύφος ζωγραφικής, όλα τα έργα του είναι χαρακτηριστικά. Αμέσως καταλαβαίνεις ότι είναι δικά του μόλις τα δεις.

Ο Goya ήταν Ισπανός ζωγράφος του 18ου  και 19ου αι. Τα έργα του είναι αντιπροσωπευτικά του ρομαντισμού. Ήταν πράγματι σπουδαίος ζωγράφος και ήταν μέλος της βασιλικής αυλής. Ζωγράφιζε για αρκετούς μονάρχες.

Ο John George Brown ήταν ένας Άγγλος ζωγράφος, όχι πολύ γνωστός. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επεξεργασία του γυαλιού ενώ έκανε σπουδές και στο σχέδιο.

Μακάρι να φτιάξω κι εγώ ένα τόσο όμορφο έργο όπως κι αυτοί!

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 7 - ΦΩΒΙΣΤΕΣ 

Ο Μανώλης σήμερα ήταν τόσο χαρούμενος! Από το πρωί βρισκόταν στο εργαστήρι της θείας του και τώρα να, με ένα πινέλο στο χέρι άρχισε να δημιουργεί. Έφτιαξε έναν πανέμορφο πίνακα με πλούσια χρώματα. Η θεία του ενθουσιάστηκε πάρα πολύ όταν τον είδε.

- Πω πω! Είσαι ένας τέλειος φωβιστής του είπε.

- Φωβιστής; είπε με στεναχώρια ο Μανώλης. Εγώ δε θέλω να φοβίζω τους ανθρώπους…

-Γλυκό μου αστέρι, είπε η θεία του. Φωβιστής είναι ο ζωγράφος που χρησιμοποιεί πολλά και ζωντανά χρώματα.

- Ούτε που κατάλαβα, απάντησε ο Μανώλης..

- Θα σου τα εξηγήσω όλα. Πριν πάρα πολλά χρόνια στο Παρίσι υπήρχε μια ομάδα ζωγράφων. Αυτοί ζωγράφιζαν θα έλεγα με την καρδιά τους.

- Δηλαδή;

- Αυτοί οι ζωγράφοι ήθελαν να παρουσιάσουν με τα έργα τους τα συναισθήματά τους. Δεν τους ενδιέφερε το αντικείμενο αλλά το συναίσθημα που βγάζει το εικονιζόμενο αντικείμενο. Αυτό τους έκανε να ζωγραφίζουν με έντονα χρώματα και βέβαια να τα χρησιμοποιούν χωρίς να διστάζουν. Για παράδειγμα τολμούν και ζωγραφίζουν έναν ουρανό ροζ ή ένα πρόσωπο γαλάζιο. Να δες εδώ αυτό είναι ένα έργο του Matisse. Βλέπεις; Η ταπετσαρία του τοίχου και το τραπεζομάντιλο είναι ίδια. Όλα έντονο κόκκινο. Ούτε που ενδιαφέρθηκε για την προοπτική του. Παρατήρησέ το, δεν υπάρχουν σχήματα. Και μόνο αυτή η καρέκλα βάζει κάποια όρια. Οι φωβιστές λοιπόν χρησιμοποιούσαν έντονα χρώματα και απλές γραμμές.

- Και γιατί τους είπαν φοβιστές;

-Το όνομα τους το πήραν από τη λέξη fauve που στα γαλλικά σημαίνει θηρίο. Κάποτε λοιπόν στη Γαλλία όλοι αυτοί οι ζωγράφοι οργάνωσαν μια ομαδική έκθεση. Όταν κρέμασαν τους πίνακες, η αίθουσα όπως φαντάζεσαι γέμισε χρώματα. Ανάμεσα στα έργα ήταν και ένα αναγεννησιακού τύπου. Την έκθεση αυτή επισκέφτηκε ο Louis Vauxcelles ένας σπουδαίος κριτικός έργων τέχνης. Όταν μπήκε μέσα στην αίθουσα έκπληκτος αναφώνησε: Τι ζητάει ο Donatello ανάμεσα στα θηρία; Κι έτσι το είδος εκείνο τέχνης πήρε το όνομά της από αυτή την φράση. Τα θηρία ήταν τα ζωηρά χρώματα.

- Και ποιοι άλλοι ήταν φωβιστές ζωγράφοι;

- Ξέρουμε πολλούς, είπε η θεία του. Εκτός από τον Matisse που προαναφέραμε, ο André Derain, ο Maurice de Vlaminck, ο Georges Braque, o Maurice de Vlaminck.

Ο Μανώλης ενθουσιάστηκε κι ένιωσε μια μεγάλη περηφάνια για το έργο του. Περίμενε να τελειώσει η θεία του την δουλειά της και να του πει κάποιες λεπτομέρειες για τον Matisse. 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 6 - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ 

Είναι Κυριακή κι ως συνήθως ο Μανώλης ετοιμάζεται να πάει στο σπίτι του παππού του στο χωριό. Μόλις λοιπόν φτάνει εκεί αγκαλιάζει τον παππού του και τρέχει στο σαλόνι να βρει, τον Ηλία. Ο Ηλίας είναι ένας μαύρος σκύλος, μεγάλος πια σε ηλικία κι έτσι περνάει τον περισσότερο χρόνο ξαπλωμένος στην κουβέρτα που του έχει βάλει ο παππούς Μανώλης στο σαλόνι, δίπλα στο τζάκι.  Αυτή τη φορά όμως κάτι έχει αλλάξει στον χώρο, υπάρχει ένα καινούριο αντικείμενο.

 

- Αυτό σίγουρα δεν υπήρχε εδώ την προηγούμενη εβδομάδα, λέει ο Μανώλης. 

- Φυσικά και δεν υπήρχε, απαντάει ο παππούς. Η θεία σου μου έφερε αυτόν τον πίνακα προχθές ως δώρο για τα γενέθλιά μου. Σου αρέσει λοιπόν; Έμαθα ότι τελευταία έχεις αρχίσει να μελετάς έργα τέχνης. 

 - Τι ωραίο λιμάνι! Μου αρέσει πάρα πολύ, ειδικά αυτά τα καράβια. Φαίνονται τεράστια.

- Αυτό το λιμάνι Μανώλη δεν είναι ένα οποιοδήποτε λιμάνι. Βρίσκεται στον Βόλο. Κι ο καλλιτέχνης που το ζωγράφισε ονομάζεται Κωνσταντίνος Βολανάκης.  

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 5 - Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

Ο Μανώλης σήμερα είναι πανευτυχής. Από το πρωί βρίσκεται στο εργαστήρι της θείας του και ζωγραφίζουν δίπλα δίπλα. Σε μια στιγμή το προσωπάκι του σκυθρώπιασε.

- Τι έχεις Μανωλάκη; Γιατί μελαγχόλησες; Τον ρώτησε η θεία του.

- Φτιάχνω ένα πολύ σημαντικό έργο και θα το χαρίσω στη Μαργαρίτα. Όμως πώς να της δείξω πόσο πολύ την αγαπάω;
- Μίλα της με χρώματα, είπε  θεία του και χαμογέλασε.

Να αυτό το λουλούδι θα το έκανα κόκκινο.
το κόκκινο είναι το χρώμα της αγάπης και της ζωής. Για σκέψου, το αίμα μας είναι κόκκινο…

- Και του θύμου… συμπλήρωσε ο Μανώλης.

Είναι το πιο έντονο απ’ όλα τα χρώματα. Φτιάξε ίδιους κύκλους και χρωμάτισε τους με κάθε χρώμα. Το κόκκινο θα έρχεται  μπροστά και θα είναι το πρώτο που θα βλέπεις. Είναι το χρώμα της δύναμης, του πάθους, του θυμού, του πολέμου και της έντασης. Μην ξεχνάς πως ανήκει στα θερμά χρώματα.-Θερμά; Ποια είναι θερμά ρώτησε ξανά ο Μανώλης.

-Θερμά χρώματα Μανώλη, είναι το κόκκινο, το κίτρινο  το πορτοκαλί και το άσπρο. Ενώ το πράσινο, το μπλέ, το μωβ, το μαύρο είναι τα ψυχρά.

Θα σου πω ένα μυστικό για να τα θυμάσαι. Το κόκκινο, το κίτρινο και το πορτοκαλί, είναι τα χρώματα του ήλιου, της φωτιάς και της ζωής. Είναι ζεστά και μας φέρνουν κοντά. Κι ενώ  το κόκκινο  δείχνει δύναμη και πάθος, το κίτρινο δηλώνει τη ζωή  αλλά και μια δειλία, μια ελαφρότητα, ένα δισταγμό. Φυσικά είναι το χρώμα της ζήλειας.  Η ένωση τους μας δίνει το πορτοκαλί. Χρώμα ζουμερό και φωτεινό. Συμβολίζει την  επιθυμία, την υγεία, την περιπέτεια.

- Και τι θα έλεγες για το πράσινο θεία μου;

- Για το πράσινο θα σου έλεγα πως είναι το χρώμα της ελπίδας, της ενέργειας και της αφθονίας. Πράσινη είναι η φύση όταν έρχεται η άνοιξη. Πράσινα λιβάδια, πράσινες φυλλωσιές στα δέντρα. 

- Και οι εξωγήινοι , συμπλήρωσε ο Μανώλης.

- Και αυτοί… Το μπλε είναι το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού. Συμβολίζει την ηρεμία  αλλά κι την ψυχρότητα. Τη σοφία αλλά και τη σταθερότητα.

Και καταλήγουμε στο μωβ. Ένα αριστοκρατικό και ευγενικό χρώμα. Το χρώμα του σύμπαντος. Το επέλεξαν οι βασιλιάδες για τα ρούχα τους. Και οι ιερείς για τα άμφια τους. Συμβολίζει τον πλούτο και τη θρησκευτικότητα.

- Μας έμεινε το άσπρο, είπε ο Μανώλης

- Tο άσπρο είναι απουσία χρώματος. Δε συγκαταλέγεται στα χρώματα. Γι’ αυτό συμβολίζει την αγνότητα, την καθαρότητα και τη σεμνότητα. Είναι όμως ένα χρώμα θερμό. 

- Και το καφέ; ρώτησε ο Μανώλης..

- Το καφέ ανήκει στα χρώματα της γης. Είναι ένα χρώμα χαμαιλέων. Δημιουργείται από την μείξη των τριών βασικών  χρωμάτων: κόκκινο, κίτρινο και μπλε. Αυτό σημαίνει πως αν βάλουμε περισσότερο κόκκινο ή κίτρινο τότε είναι θερμό, αν έχει περισσότερο μπλε γίνεται ψυχρό. Και θα σου πω και ένα μυστικό Μανώλη. Αν σε ένα ψυχρό χρώμα ρίξουμε λευκό τότε το ψυχρό μετατρέπεται σε θερμό χρώμα. Μπορεί το μπλε λοιπόν να είναι ψυχρό, όμως το γαλάζιο είναι θερμό.

- Θεία μόλις κατάλαβα τι χρώματα θα βάλω στο έργο μου. Μη μου μιλάς, θέλω να ζωγραφίσω.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 4 - Ο ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑΣ

Ο Μανώλης σήμερα δεν είχε κέφια. Θα αρπάξω λοιπόν την ευκαιρία και θα σας πω εγώ μια ιστορία για ένα πολύ  αγαπημένο μου πρόσωπο. Τον παππού μας τον Φουστανελά.

Μια φορά κι έναν καιρό  σ΄ ένα μικρό χωριό της Μυτιλήνης, ζούσε μία  οικογένεια με  8 παιδιά. Ο μπαμπάς ήταν τσαγκάρης κι η μαμά ήταν κόρη αγιογράφου. Το πρώτο του παιδί είχε γεννηθεί  γύρω στο 1870, ίσως και λίγο νωρίτερα. Το όνομα του ήταν Θεόφιλος.

Ο Θεόφιλος ήταν  καλό κι ευαίσθητο παιδί. Είχε όμως ένα πολύ μεγάλο κουσούρι. Ήταν αριστερόχειρας. Τι; Δε με πιστεύετε; Αλήθεια σας λέω! Εκείνη την εποχή αν ήσουν αριστερόχειρας υπήρχε σοβαρός λόγος να σε περιγελάσουν και να σε χλευάσουν. Πόσο αγωνίστηκαν οι γονείς του να τον κάνουν δεξιόχειρα δε λέγεται. Τί μάχες έδωσαν να τον συνετίσουν δεν περιγράφεται. Όλα μάταια. Ο Θεόφιλος παρέμεινε  ο αριστερόχειρας που όλοι κορόιδευαν. Έγινε ένας κακός μαθητής που κλείστηκε στον εαυτό του, στο δωμάτιο του και βρήκε καταφύγιο στα πινέλα και τη ζωγραφική.
Έτσι  πέρασε τα παιδικά του χρόνια κι όταν έγινε 18 χρονών αποφάσισε να φύγει από το νησί του. Ένα  πρωί λοιπόν χαιρέτισε τους γονείς του κι έφυγε να πάει απέναντι στη Σμύρνη να βρει την τύχη του.

Έπιασε δουλειά και συγχρόνως αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική επαγγελματικά. Λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε στον Βόλο και στο Πήλιο. Ο Θεόφιλος ήταν πολύ φτωχός. Τόσο φτωχός που δεν είχε να φάει. Ζωγράφιζε σε ταβέρνες, σε φούρνους και μπακάλικα μόνο και μόνο για να του δώσουν ένα πιάτο φαγητό.

Δε σπούδασε ζωγραφική γιατί δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Ζωγράφιζε με την καρδιά του. Και πιστέψτε με  είχε πολύ μεγάλη καρδιά. Χωρούσε μέσα όλη την Ελλάδα. Την  αγαπούσε την πατρίδα του. Λάτρευε τα παλικάρια της, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη ,τον Νικηταρά. Τους θαύμαζε και τους τιμούσε. Τους αγάπησε τόσο πολύ που πέταξε τα ρούχα του για πάντα και φόρεσε φουστανέλα. Καμάρωνε μ’ αυτή. Ένιωθε πως ήταν ένας από εκείνους τους σπουδαίους ήρωες που ζωγράφιζε στα ταβερνεία. Γιατί τους ήρωες ζωγράφιζε, τους αρχαίους θεούς  και την Ελλάδα μας.

Όσο αυτός ήταν απορροφημένος στο έργο του πήγαιναν κοντά να τον περιγελάσουν για τη φουστανέλα που φορούσε.

Τι κι αν τον κορόιδευαν; Αυτός τη φουστανέλα την έβγαζε μονάχα τις Αποκριές για να ντυθεί Μέγας Αλέξανδρος με μια δική του ιδιαίτερη στολή. Ή για να ανεβάσει κάποια θεατρική παράσταση. Αγαπούσε το θέατρο, όμως κι αυτό ήταν ταγμένο στη λατρεία της πατρίδας. Ανέβαζε παραστάσεις με θέμα την ελληνική ιστορία και παρουσίαζε μάχες και γεγονότα.

Στεναχωριέμαι κάθε φορά που σκέφτομαι πόσο άσχημα του φέρονταν όλοι.

Πάντα τον αποκαλούσαν ζερβοκουτάλα και μισακάτη. Τρελό τον ανέβαζαν, σοβατζή τον κατέβαζαν. Μια μέρα λες κι έγινε ένα μικρό θαύμα στην άσχημη ζωή του. Συνάντησε έναν πλούσιο άνθρωπο, τον κύριο Γιάννη Κοντό. Ο Κοντός ήταν γαιοκτήμονας. Συμπάθησε τον  Θεόφιλο και μάλλον ένιωσε μια έλξη από την τέχνη του. Τον πήρε στο Αρχοντικό του στην Ανακασιά  και του ζήτησε να ζωγραφίσει τους τοίχους του σπιτιού.

Τι χαρά μεγάλη ήταν αυτή για τον Θεόφιλο. Είχε στέγη, καλύτερη οικονομική κατάσταση πια και βέβαια άπλετο χώρο να δημιουργήσει. Το τί ζωγράφισε δεν περιγράφεται! Τους ήρωες του ‘21, αρχαίους θεούς, λουλούδια κι ομορφιές της Ελλάδας. Και βέβαια τον κύριο Κοντό με τ’ άλογο του. Και εδώ θα σας πω ένα μυστικό. Ο κύριος Κοντός ήταν ενθουσιασμένος με τα έργα του Θεοφίλου. Κι ας έλεγαν οι άλλοι πως η προοπτική του είχε πάει περίπατο. Ο Θεόφιλος ήταν αυτοδίδακτος, δεν είχε στο έργο του προοπτική. Μια φορά είχε ζωγραφίσει σ’ ένα μανάβικο τον Αθανάσιο Διάκο.

- Θεόφιλε, το έργο σου δεν έχει προοπτική.

-Ποια προοπτική απάντησε εκείνος. Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο.
Μια μέρα  ανεβασμένος σε μια σκάλα ζωγράφιζε. Κάποιοι  για να τον περιγελάσουν του έδωσαν μια και τον έριξαν από την ανεμόσκαλα. Εκείνοι γέλασαν πολύ. Ο Θεόφιλος όμως χτυπημένος πόνεσε και λέγεται πως έσπασε δύο πλευρά. Πικραμένος πήρε την απόφαση να επιστρέψει και πάλι στο νησί του. 

Η ζωή στη Μυτιλήνη ήταν εξίσου δύσκολη. Η φουστανέλα ήταν μια πρόκληση κι εκεί.

Πάλι πεινούσε, πάλι τον περιγελούσαν. Τίποτε δεν άλλαξε. Ζωγράφιζε γιατί αγαπούσε τη ζωγραφική. Εκείνο τον καιρό τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος που ήρθε από το Παρίσι. Ο Στρατής Ελευθεριάδης, ο γνωστός Τεριάν.

Παρακολούθησε  το έργο του και άρχισε να τον προμηθεύει με πινέλα και χρώματα. Τώρα ο Θεόφιλος ζωγράφιζε την ελληνική φύση, την ελληνική ξεχωριστή ομορφιά. Ο Τεριάν πήρε κάποια έργα του μαζί στο Παρίσι και τα έδειξε στους καλλιτέχνες εκεί. Δε θα το πιστέψετε αλλά εκείνοι ενθουσιάστηκαν.

Ο Θεόφιλος έφυγε από τη ζωή πάμφτωχος και σε ελεεινή κατάσταση. Πέθανε από δηλητηρίαση. Από κάποιο χαλασμένο φαγητό.

Ένα χρόνο αργότερα Ο Τεριάν διοργάνωσε μια μεγάλη έκθεση μέσα στο Λούβρο! Ναι σωστά διαβάσατε, στον Λούβρο !Οι  Παριζιάνοι έμειναν άφωνοι από το έργο του. Από το έργο του παράξενου αυτοδίδακτου τρελού σοβατζή.

«Ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….έγραψε ο  μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ σε άρθρο του για τον Θεόφιλο. Αλλά εκείνος δεν πρόλαβε να γνωρίσει την χαρά. Δεν μάθαμε ποτέ την αντίδρασή του…  

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 η εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο «μεγάλο Έλληνα ζωγράφο».
Ο Τεριάν αγόρασε αμέσως το αρχοντικό του Κοντού στην Ανακασιά και το έκανε Μουσείο. Είναι το μουσείο του Θεόφιλου στο Βόλο. Μουσείο έφτιαξε και στην Μυτιλήνη και έκανε το Θεόφιλο γνωστό σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τον δικό μας Θεόφιλο. Τον Θεόφιλο Κεφαλά – Χατζημιχαήλ. Τον φουστανελά μας

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 3 - VINCENT VAN GOGH - ΜΕΡΟΣ 2ο 

-Τι ζεστό δωμάτιο! Νομίζεις ότι είναι γεμάτο αγάπη και θαλπωρή, σχολιάζει η Μαργαρίτα. 
Το κυπαρίσσι χαμογελάει.
-Μίλα μας για εκείνον, λέει η Μαργαρίτα.
-Με μεγάλη μου χαρά, απαντάει το κυπαρίσσι. Ελάτε όμως εδώ να καθίσουμε σε μια γωνία, να ξεκουραστείτε λίγο και συνεχίζουμε. Οι γονείς του είχαν 7 παιδιά. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος. Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Έτσι έμαθε ν’ αγαπά τον Θεό. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως και  γι’ αυτό διάλεγε τα κυπαρίσσια. Μέχρι τα 16  έκανε πολλές δουλειές, μια από αυτές ήταν έμπορος τέχνης. Έτσι, βρέθηκε στη Γαλλία. Εργαζόταν μαζί με τον αδερφό του. Όμως απολύθηκε και γύρισε πίσω στο Άμστερνταμ. Στα 20 σπούδασε θεολογία. Για ένα διάστημα δούλεψε ως ιεροκήρυκας. Και στα 27 μαντέψτε… 

Αποφάσισε να σπουδάσει ζωγραφική. Αυτό κι αν ήταν δύσκολο. Διαφωνούσε με τους δασκάλους του για θέματα της τέχνης και εκείνοι τον έδιωχναν. Η ζωή του ήταν δύσκολη, με πολλές απορρίψεις, διωγμούς και εντάσεις. Στα 33 του βρέθηκε  με τον αδερφό του στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε τους νεαρούς τότε ζωγράφους, Lautrec και τον Degas. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες  συζητούσαν, πειραματίζονταν στην τέχνη και δημιούργησαν ένα νέο ρεύμα τον ιμπρεσιονισμό. Αλλά και πάλι ο Van Gogh διαφοροποιήθηκε. Στα έργα του θα δεις ίσως, όλα τα ρεύματα. Τα χρώματα, η γραμμή, η πινελιά, η θεματολογία του διαφέρουν, είναι μοναδικά. Θα αποτραβηχτεί από αυτούς και θα βρεθεί στην Arles. Ξέρετε πόσο πολύ δούλεψε τότε; Ένα θα σας πω: σε δεκαπέντε μήνες έφτιαξε σχεδόν διακόσια έργα. Αυτό εδώ ήταν το δωμάτιο του. Με αυτόν τον πίνακα ήθελε να μας παρουσιάσει τη θαλπωρή του χώρου, τη ζεστασιά και την ασφάλεια που κρύβεται μέσα στην απλότητα. Ένα δωμάτιο που γίνεται μια ζεστή αγκαλιά και σε προδιαθέτει να ηρεμήσεις και να ονειρευτείς.
Ήταν το δωμάτιο του, στην Arles της Γαλλίας το 1880.Το γνωστό Κίτρινο Σπίτι. Εδώ φιλοξένησε τον καλό του φίλο Gauguin. Το ζωγράφισε για εκείνον, για να τον ευχαριστήσει που θα ερχόταν να μείνει μαζί του.
-Μα δίπλα βλέπω κι άλλα ίδια .
-Ναι γιατί το ζωγράφισε σε 3 εκδοχές.