ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 9 - Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα
Όπως κάθε Σαββατοκύριακο ο Μανώλης επισκέφτηκε τη θεία του στο εργαστήρι της. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο μικρός μας φίλος απολάμβανε ένα cup cake στο πλατύσκαλο. Περίμενε πως και πως να τελειώσει η θεία του τη δουλειά και να πάνε βόλτα στο πάρκο. Χαιρόταν πολύ να ταΐζει τα μικρά παπάκια με ψωμί.
-Μανώλη για έλα εδώ που σε θέλω.
-Τι είναι θεία μου, ρώτησε ο Μανώλης και μπουκώθηκε με την τελευταία μπουκιά του γλυκού.
-Έχω να σου δείξω κάτι πολύ σημαντικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Πάρε αυτές τις κάρτες και κοίταξε τες προσεκτικά.
-Βλέπω μια γυναίκα και είναι πολύ όμορφη. Είναι όμως κάπως παλιά η φωτογραφία.
-Μανώλη άκουσέ με. Πριν πολλά χρόνια, το 1821…
-Τότε που ξεκίνησε η επανάσταση θεία;
-Ναι τότε. Το 1821 λοιπόν στις Σπέτσες γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Ήταν η Ελένη, η κόρη του Αρβανίτη Θαλασσοπόρου Γιάννη Μπούκουρα που είχε καταγωγή από την Γορτυνία. Ο καπετάνιος αγαπούσε το κοριτσάκι του και καμάρωνε για εκείνο . Ήταν πολυταξιδεμένος κι έτσι η μικρή έμαθε τα πρώτα της γράμματα στο Ναύπλιο. Όταν αργότερα η επανάσταση τελείωσε η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα και η Ελένη άρχισε να φοιτά στην Σχολή Χιλ. Εκεί σπούδασε αρχαία ελληνικά κι έμαθε να μιλά άριστα Αγγλικά και Ιταλικά. Πέρα όμως από τις γνώσεις η Ελένη είχε ένα μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική. Από τότε που ήταν παιδάκι έκλεβε τα αποκέρια και ζωγράφιζε τις φίλες της που συνήθιζαν να ποζάρουν για εκείνη. Όσο μεγάλωνε τόσο ξεχώριζε το ταλέντο της.
Ο πατέρας της ήταν ο πρώτος που το πρόσεξε και καμάρωνε γι’ αυτό. Οι κοινωνίες τότε ήταν συντηρητικές και ήθελαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι να ασχολείται με τις δουλειές και το μαγείρεμα. Ο καραβοκύρης όμως αντί να την περιορίσει και να την κλείσει στο σπίτι της έφερε τον Ιταλό καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών Ραφαέλο Τσέκκολι να της παραδίδει μαθήματα εικαστικών κατ’ οίκον. Άλλωστε κι καπετάνιος ήταν άνθρωπος της τέχνης. Ήταν εκείνος που ίδρυσε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα στη γνωστή μας ως σήμερα πλατεία Θεάτρου κάτω από την Βαρβάκειο αγορά.
Το ταλέντο της Ελένης όμως ήταν μεγάλο και δυστυχώς στην Ελλάδα δε μπορούσε να αναγνωριστεί. Ο καθηγητής της δεν μπορούσε πια να τη βοηθήσει αφού η μαθήτρια του τον είχε ξεπεράσει.
Ο πατέρας της ήταν πάλι πρόθυμος να την υποστηρίξει και σκέφτηκε να τη στείλει στην Ιταλία να σπουδάσει σε μια σχολή καλών τεχνών. Το εμπόδιο όμως ήταν μπροστά. Οι Σχολές καλών τεχνών ήταν άβατες για το γυναικείο φύλο και ό λόγος ήταν ένας: το γυμνό μοντέλο. Μόνο που ο λόγος αυτός δεν ήταν αρκετός να σταματήσει την Ελένη.
Σαν μια νέα Καλλιπάτειρα μεταμφιέστηκε σε άντρα. Άλλαξε το ύφος της, άλλαξε και το όνομά της. Τώρα πια σαν Χρυσίνης Μπούκουρας, μ’ ένα μαύρο κουστούμι και με την συστατική επιστολή του καθηγητή της Ραφαέλο Τσέκολι σαλπάρει για την Ιταλία. Ο στόχος της ήταν να σπουδάσει το γυμνό και να πάρει στα χέρια της ένα πτυχίο. Μια δύσκολη περίοδος ξεκινάει για την Ελένη. Μόνη σε μια ξένη χώρα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς όνομα ακολουθούσε το όραμά της. Για 4 ολόκληρα χρόνια κυκλοφορούσε σαν άντρας.
Κατάφερε και έσπασε το άβατο. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στη συνέχεια στην Φλωρεντία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Εκεί γνώρισε τον σύζυγο της, τον Ιταλό ζωγράφο Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Έκανε μαζί του 3 παιδιά, τον Ιωάννη τη Σοφία και τον Αλέξανδρο και υποχρεώθηκε να γίνει καθολική για να τον παντρευτεί.
Η Ελένη έμεινε στην Ιταλία για οχτώ χρόνια. Μια μέρα ο σύζυγός της την εγκατέλειψε. Έφυγε με την φίλη της και πήρε μαζί το τελευταίο της παιδί τον Αλέξανδρο. Πληγώθηκε πολύ. Μάζεψε τα πράγματά της και γύρισε στην Ελλάδα μαζί με τη Σοφία και τον Ιωάννη. Τώρα πιά η Ελένη ήταν μία αναγνωρισμένη ζωγράφος και ένα σημαντικό επιφανές πρόσωπο. Έμεινε στην Αθήνα και παρέδιδε μαθήματα σε κοπέλες και κορίτσια. Ένα από αυτά τα κορίτσια ήταν η βασίλισσα Όλγα.
Η Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα εκλέγεται, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των «Ολυμπίων» και μέλος της εξεταστικής επιτροπής τού Καλλιτεχνικού τμήματος τού Πολυτεχνείου μαζί με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη και Ερνέστο Τσίλλερ. Με τη βοήθεια από το παλάτι διορίζεται στο Αρσάκειο. Αναλαμβάνει το μάθημα της ζωγραφικής και αποφασίζει να προβεί σε αλλαγές. Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος είναι πλέον γεγονός. Μια δυναμική προσωπικότητα κι ένα σπουδαίο ταλέντο σπάει τον ανδρικό κλοιό και κερδίζει τη θέση που της αξίζει.
Ο γιος της Ιωάννης κληρονομεί από την μαμά του το ταλέντο και φεύγει για την Ολλανδία για να σπουδάσει ζωγραφική.
Εδώ τελειώνει και η ένδοξη περίοδος της Ελένης. Το δεύτερο χτύπημα έρχεται και είναι βαρύ. Η κόρη της θα αρρωστήσει από φυματίωση. Ο γιατρός της συστήνει να μετακομίσει στο νησί για τον καθαρό του αέρα και η Ελένη θα υπακούσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Επιστρέφει στις Σπέτσες και συνεχίζει να ζωγραφίζει .Όμως η κόρη της χάνει τη μάχη στα 18 της χρόνια. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που η Ελένη βρίσκεται σε παράκρουση. Παρ’ όλα αυτά βρίσκει τη δύναμη και ξαναστέκεται στα πόδια της. Επιστρέφει στην Αθήνα και ασχολείται ξανά με την τέχνη της. Τη θλίψη διαδέχτηκε η χαρά αφού ο μικρός της γιος Αλέξανδρος έρχεται να την συναντήσει και επιτέλους να την γνωρίσει. Την ίδια περίοδο επιστρέφει και ο άλλος της γιος ο Ιωάννης. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Ολλανδίας και καταξιωμένος ζωγράφος. Ίσως ο καλύτερος θαλασσογράφος μέχρι και σήμερα.
Οι χαρούμενες ημέρες της Ελένης δεν κράτησαν πολύ. Σύντομα ήρθε το τρίτο και χειρότερο χτύπημα. Ο γιος της Ιωάννης ασθένησε από φυματίωση και επίσης έχασε τη μάχη με τη ζωή.
Δεν άντεχε άλλο η Ελένη. Έφυγε. Γύρισε στο νησί της. Κλείστηκε στο σπίτι της και δεν ήθελε να δει κανέναν. Μονάχα πονούσε πολύ. Τόσο πολύ που μάζεψε τα έργα της και τα έκαψε στην αυλή του σπιτιού. Κάποιοι την έλεγαν ακόμη και τρελή. Δεν κατάλαβαν ποτέ τον πόνο που κουβαλούσε. Δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της. Δε ζωγράφισε ξανά. Έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Δεν ήθελε ποτέ να δει κανέναν. Κάποια μέρα μετά από πολύ κόπο κατάφερε και την επισκέφτηκε μια γυναίκα. Ήταν η Καλλιρόη Παρρέν, η διευθύντρια της εφημερίδας των Κυριών. Ήθελε να της πάρει μία συνέντευξη. Η Παρρέν αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των γυναικών και έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει με την Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα. Τη γυναίκα που πριν 50 χρόνια έσπασε το άβατο των αντρών και σπούδασε ζωγραφική. Η Παρρέν ετοίμαζε την ερχόμενη άνοιξη την πρώτη έκθεση Ελληνίδων ζωγράφων και ζητούσε επίμονα τη συμμετοχή της Ελένης. Η Ελένη την κοίταξε με απελπισία και της εξήγησε πως δεν είχε πια έργα εκτός από ένα που απεικόνιζε τη Σοφία. Είχε κάψει όλα της τα δημιουργήματα.
Η Ελένη πέθανε άγνωστη στις Σπέτσες. Όσα γνωρίζουμε είναι πληροφορίες από την διευθύντρια της Εφημερίδας Καλλιρόη Παρρέν και την Αθηνά Ταρσούλη οι οποίες ευτυχώς διέσωσαν πολλές πληροφορίες. Το έργο της Ελένης παραμένει άγνωστο. Βρέθηκε μόνο ένας πίνακας «η απελπισία» με την υπογραφή Χρυσίνης Μπούκουρας. Ήταν ένα δώρο που είχε στείλει στον πατέρα της όταν φοιτούσε.
Η Ελένη Μπούκουρα Αλταμούρα ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πολέμησε ενάντια στο ανδρικό κατεστημένο. Αγάπησε την τέχνη της κι αγωνίστηκε γι’ αυτή και τα κατάφερε. Πόνεσε πολύ και δε χάρηκε το κατόρθωμά της, όμως άνοιξε το δρόμο για πολλές άλλες γυναίκες.
-Θεία μου πόσο ωραία ήταν αυτή η ιστορία. Δεν την είχα ξανακούσει ποτέ.
-Η ζωή της έγινε βιβλίο με τίτλο «Ελένη ή ο κανένας» τής Ρέας Γαλανάκη (εκδόσεις Άγρα, 1998) αλλά και θεατρικό: «Ελένη Αλταμούρα» τού Κώστα Ασημακόπουλου (εκδόσεις Δωδώνη, 2005). Άντε τώρα πάμε να δούμε τα παπιά στο πάρκο.
Ο Μανώλης πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε κρατώντας σφιχτά το χέρι της θείας του. Κάθε φορά που έρχεται εδώ ακούει τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες.