Skip to content Skip to footer

Η νεράιδα της Κάρλας

Η Λίμνη Κάρλα είναι για μένα ο γενέθλιος τόπος. Είναι ο ομφάλιος λώρος μου και πάντα θα έχει μία πρώτη θέση στην καρδιά μου. Μεγάλωσα με την σκέψη της, τους θρύλους και τις ιστορίες της.

-«Η λίμνη Κάρλα ήταν Αρχόντισσα », έλεγε η γιαγιά μου. «Μας τάιζε όλους στην κατοχή. Κι εμάς και τα παιδιά μας και όλα τα χωριά. Ακόμη και τους Βολιώτες. Στοίβες ήταν τα ψάρια. »

Η λίμνη Κάρλα ήταν είναι και θα είναι πηγή ζωής. Ένα από τα πολλά παραμύθια που έχω γράψει για την λίμνη της καρδιάς μου είναι αυτό που ακολουθεί και θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας.

Η Νεράιδα της Κάρλας

Πριν από πολλά χρόνια, όταν η Κάρλα ήταν λίμνη, ζούσε μέσα της μια νεράιδα, η Βοίβη.
Ήταν πανέμορφη, με μακριά ξανθά μαλλιά και μάτια γαλανά σαν τα νερά της.
Στο λαιμό της φορούσε ένα περιδέραιο από μικρά λευκά μαργαριτάρια.
Η Βοίβη αγαπούσε το σπίτι της και φρόντιζε όλα τα πλάσματα που ζούσαν εκεί, από τα ψάρια και τα πουλιά μέχρι τα αγριολούλουδα και τα δέντρα.
Κάποτε, ένας νεαρός ψαράς, ο Λαυρέντης επισκέφτηκε την Κάρλα. Γοητεύτηκε τόσο από την ομορφιά της, που συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα και να ψαρεύει. Η Βοίβη τον παρακολουθούσε κρυφά.

 

Σιγά σιγά τον ερωτεύτηκε

Μια μέρα, ο Λαυρέντης έπιασε ένα τεράστιο ψάρι. Ήταν αλήθεια τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το τραβήξει μόνος του έξω. Χωρίς δεύτερη σκέψη η μικρή νύμφη βγήκε από το νερό και προσπάθησε να τον βοηθήσει. Όταν ο ψαράς, την αντίκρυσε, έμεινε άφωνος από την ομορφιά της.
Από εκείνη την στιγμή έγιναν αχώριστοι. Ο Λαυρέντης κατέβαινε στην Κάρλα και έπαιζε το ακορντεόν του έναν παλιό σκοπό. Τότε η Βοίβη ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα και αναδύονταν από την λίμνη. Κάθονταν πλάι πλάι και μιλούσαν με τις ώρες για την Κάρλα, τα ψάρια και τα πουλιά. Ο Λαυρέντης της έδωσε μία υπόσχεση: ποτέ δεν θα έκανε κάτι για να βλάψει τη λίμνη ή τα πλάσματα που ζούσαν εκεί.
Η ζωή τους κυλούσε όμορφα και ευτυχισμένα για πολλά χρόνια.
Ώσπου μια μέρα, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε κάτι τρομερό. Να αποξηράνει τη λίμνη Κάρλα και να την μετατρέψει σε γεωργικές εκτάσεις. Ο νεαρός ψαράς προσπάθησε με ότι μέσο μπορούσε να σταματήσει τις διαδικασίες, αλλά ήταν μάταιο. Το έργο είχε χρηματοδοτηθεί και έπρεπε να γίνει. Η λίμνη άρχισε να στεγνώνει. Η Βοίβη αρρώστησε από τη στενοχώρια.
Η θλίψη της έγινε ασθένεια βαριά και γρήγορα της έφερε εξάντληση.
Κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο αδύναμη.
Χίλια βότανα της έδινε ο Λαυρέντης μα δεν κατάφερε ποτέ να την συνεφέρει.
Λίγο πριν πεθάνει, η νεράιδα τράβηξε ένα μαργαριτάρι από το περιδέραιο της και το έβαλε στο χέρι του Λαυρέντη.
“Φύλαξέ το, αγαπημένε μου, απόψε θα φύγω » ψιθύρισε καθώς του έσφιγγε το χέρι. “Σου δίνω όμως το λόγο μου … μια μέρα, η λίμνη θα ξαναγεμίσει με νερό και εγώ θα επιστρέψω κοντά σας.”
Τα μάτια του νεαρού ψαρά γέμισαν δάκρυα. Πρόφτασε μόνο και φίλησε το χέρι της, καθώς του χάριζε το μαργαριτάρι.
Το έσφιξε στο στήθος του κι εκείνη χάθηκε μες τα ελάχιστα νερά που είχαν απομείνει.

 

 

Τα χρόνια περνούσαν.

Η Κάρλα ήταν πλέον ένας ολόχρυσος κάμπος που τεμαχίζονταν και μοιράζονταν κάθε χρονιά σε νέους ιδιοκτήτες.
Ο Λαυρέντης παρακολουθούσε τα γεγονότα στωικά, ανήμπορος να κάνει κάτι. Περίμενε υπομονετικά. Και ούτε μία φορά δεν καταδέχτηκε να λάβει μέρος στη μοιρασιά του κάμπου. Μα κάθε απόγευμα περπάταγε στα μέρη εκείνα λες κι έψαχνε την χαμένη του νεράιδα.  Αλώστε είχε φυλάξει το μαργαριτάρι της.
Δεκαετίες αργότερα, οι νέες κυβερνήσεις αποφάσισαν να παραχωρήσουν στην λίμνη ένα μικρό κομμάτι γης να ξαναγεννηθεί.
Ήρθαν τα πρώτα πουλιά.
Ήταν απόγευμα  κάποιου Αυγούστου. Γιόρταζε το χωριό.
Ο Λαυρέντης  φόρεσε τ΄ αρβυλάκια του και πήρε το μεγάλο δρόμο. Ήταν σεβάσμιο γεροντάκι πια, μα περπάταγε σαν έφηβος.
Το σούρουπο κατάφερε κι έφτασε στην λίμνη.
Η συγκίνηση ήταν τόσο μεγάλη! Βούρκωσαν τα μάτια του σαν την αντίκρυσε. Κι αν δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, με αποφασιστικότητα και περίσσια ευλάβεια ακούμπησε το μαργαριτάρι στα νερά της. Ξαφνικά τα νερά ταράχτηκαν.
Η Βοίβη εμφανίστηκε μπροστά του. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Άστραφτε ολόκληρη.
“Ευχαριστώ που τήρησες την υπόσχεσή σου”, του είπε. “Τώρα μπορώ να επιστρέψω στο σπίτι μου.”
Χαμογέλασε ο Λαυρέντης και υποκλίθηκε στην ομορφιά της.
Η νεράιδα πλησίασε και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο.
Εκείνος χάιδεψε τα χρυσαφένια της μαλλιά.
-Το ξέρω αγαπημένη μου πως οι άνθρωποι ακόμη δεν σου φέρονται καλά.
-Μην πονάς για εμένα, αποκρίθηκε η Βοίβη. Εμένα με κρατά η μάνα Φύση στην αγκαλιά της. Να πονάς όμως για κείνους που την πολεμούν.
Γιατί η μητέρα έχει θυμό. Πληγώνεται που βιάζουν τα παιδιά της. Κάποια στιγμή θα εκδικηθεί.
Αυτά είπε η νεράιδα και χάθηκε στα νερά.
Οι φήμες λένε πως συχνά πυκνά ο ψαράς επισκέπτεται την Κάρλα . Κάθεται στο ίδιο βραχάκι και παίζει ακορντεόν.
Τότε η πεντάμορφη νεράιδα βγαίνει στην ακτή και χορεύουν στο ηλιοβασίλεμα.

 

Leave a comment